- τσιγαροθήκη
- ηειδική μικρή θήκη τσιγάρων ή τσιγαρέτων, η ταμπακέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιγαροθήκη — και λόγιος τ. σιγαροθήκη, η, Ν θήκη τσιγάρων, ταμπακιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο / σιγάρο(ν) + θήκη. Ο τ. σιγαροθήκη μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
ταμπακιέρα — Λέγεται και τσιγαροθήκη ή σιγαροθήκη. Μικρή θήκη για τσιγάρα ή πούρα, που την έχει μαζί του ο καπνιστής ή τοποθετείται, σε μεγαλύτερο σχήμα βέβαια, στα τραπέζια σαλονιών για τη χρήση των επισκεπτών. Παλαιότερα οι επιτραπέζιες συνήθως τ. ήταν έργα … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
σιγαροθήκη — η, Ν βλ. τσιγαροθήκη … Dictionary of Greek
θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμπακέρα — η (λ. ιταλ.), καπνοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)